Ήπειρος: Η αυτοκρατορία της πέτρας και του πνεύματος

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Ήπειρος**** Η αυτοκρατορία της πέτρας και του πνεύματος: Εικόνες από το αρχαιολογικό μουσείο Ιωαννίνων

Ήπειρος**** Η αυτοκρατορία της πέτρας και του πνεύματος: Εικόνες από το αρχαιολογικό μουσείο Ιωαννίνων:  

Εικόνες από το αρχαιολογικό μουσείο Ιωαννίνων


   


Τα Δωδωναία -Η αναβίωσή τους

   Τα Δωδωναία Οι γιορτές της Δωδώνης κα­τέλαβαν στο γενικό πλαίσιο των δραστηριοτήτων της ΕΗΜ εξέχουσα θέση. 'Αποτελούσαν τον άξονα γύρω από τον οποίο στρέφον­ταν οι πολιτιστικές κυρίως εκδηλώσεις. Τα Δωδωναία στάθηκαν εξάλλου και ορόσημο για τη ζωή της ΕΗΜ. Κι αυτό, γιατί, με τη σύλληψη της ιδέας για την αναβίωση της Δωδώνης και την οργά­νωση των πρώτων παραστάσεων — το 1960 - συνέπεσε χρονικά, αλλά και για λόγους ουσιαστικότερους, ή άνθηση των δραστηριοτήτων της, ή έναρξη της κατασκευής των έργων υποδομής και ή επέκταση της επιφάνειας και τού βάθους των εκδηλώσεων της. "Έτσι, τα Δωδωναία δεν αντιδιαστέλλονται απλώς ως έξαρση, αλλά επισημαίνονται ως το σύμβολο, από το οποίο αντλού­σαν περιεχόμενο οι σκοποί της ΕΗΜ. Από πού όμως πήγαζε αυτό το ειδι­κό βάρος, πού απέκτησαν τα Δωδω­ναία; Υπήρχε μία ατμόσφαιρα και μία φιλοσοφία, μπορεί να πει κανείς, γύρω από το ζήτημα. Ή Δωδώνη, πού ανα­βίωσε το 1960 από τη λήθη του παρελ­θόντος, έγινε, από την πρώτη στιγμή, ο χώρος της συνειδητοποίησης της κοι­νής μοίρας των 'Ηπειρωτών. Οι δεκά­δες χιλιάδες λαού πού συγκεντρώνον­ταν εκεί, κάθε χρόνο, δεν αποτελούσαν μια συμπτωματική παρουσία. Υπάκουαν, συνειδητά ή ασυνείδητα, στη μυστική κλήση των προγόνων και πή­γαιναν να προσκυνήσουν τα ιερά χώ­ματα και να ξαναβρούν την ιστορική μνήμη τους. Τα μηνύματα του αρχαίου λόγου, πού ακούγονταν κάθε χρόνο, έδιναν μορφή στο περιεχόμενο των προγονικών καταβολών και ξανάσμι­γαν το σήμερα με την παράδοση. Υ­πάκουαν, τέλος, στην ανάγκη να έρ­θουν σε επικοινωνία με τ' άλλα αδέλφια τους, τους 'Ηπειρώτες των πόλεων, των χωριών και της διασποράς, για προβολή κοινών πόθων και κατανόηση κοινών προβλημάτων.Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες συγ­κροτήθηκε το Κοινό των Ηπειρωτών, πού είναι ή σύγχρονη έκφραση του Ήπειρωτισμού — προσφιλείς όροι και οι δύο στον αείμνηστο Πρόεδρο Κων. Φρόντζο — πού περιεχόμενο του ήταν ο αγώνας για τη μορφολόγηση της φυ­σιογνωμίας του 'Ηπειρώτικου χώρου, σύμφωνα με τα πολύτιμα παραδοσια­κά μας στοιχεία, σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις της ζωής του παρόντος. Πόσο κοντά στα πράγματα ήταν ή πρόθεση αυτή, διαπιστώνεται από την κριτική θεώρηση διακεκριμένων στοχα­στών του τόπου μας, πού παρακο­λούθησαν από κοντά τις παραστάσεις των Δωδωναίων και κατέληξαν στις διαπιστώσεις τους. Oι παραστάσεις στη Δωδώνη από το θίασο του Δ. Ροντήρη είχαν ορισθεί για τις 6 και 7 Αύγουστου 1960. Στις 2 Αύ­γουστου, άρχισαν oι άλλες εκδηλώσεις μετα εγκαίνια της Έκθεσης Λαϊκής Τέχνης, που οργάνωσε στο Διοικητή­ριο ή ΕΗΜ, στα οποία, εκτός από τις Τοπικές 'Αρχές, παρέστησαν οι Υ­πουργοί Κ. Τσάτσος και Σ. Γκίκας. Ή θριαμβευτική επιτυχία των εκδη­λώσεων είχε τεράστιο αντίκτυπο σε πανελλαδική κλίμακα. Ό Ηπειρωτικός τύπος, πρώτα, της 'Ηπείρου και των 'Αθηνών, με εκτενή δημοσιεύματα και κρίσεις ανέλυε το περιεχόμενο της προσπάθειας και έπλεκε το εγκώμιο της ΕΗΜ, ιδιαίτερα δε του Προέδρου της, πού είχε συλλάβει την ιδέα και είχε επωμισθεί όλη την ευθύνη της οργάνω­σης. Οι αθηναϊκές εφημερίδες, πάλι, ε­πεσήμαναν τη σοβαρότητα των εκδη­λώσεων και στάθμισαν το βάρος τους. Στα επόμενα χρόνια, με ειδικούς αντα­ποκριτές, πού θα στέλλουν στα Γιάννι­να, θα δημοσιεύουν εκτενέστατες περι­γραφές των εκδηλώσεων και θα εξαν­τλούνται σε ύμνους για την ΕΗΜ και το έργο της. Οι 'Αρχές, οι 'Ηπειρωτικές 'Οργα­νώσεις, Σωματεία και Σύλλογοι, και οι 'Ηπειρώτες απ' όλη την 'Ελλάδα, όσοι είχαν την τύχη να παρευρεθούν στην αναβίωση της Δωδώνης, εκφράζουν με συγκινητικά λόγια το θαυμασμό τους για το λαμπρό επίτευγμα. Θα παρα­θέσουμε μερικές τέτοιες κρίσεις, διατυπωμένες σε γράμματα και τηλεγραφή­ματα, πού έφθασαν στην ΕΗΜ, μετά την ολοκλήρωση των εκδηλώσεων του 1960. "Ας σημειωθεί πώς κάθε χρόνο ε­κατοντάδες επιστολών κατέκλυζαν τα γραφεία της ΕΗΜ με εντυπώσεις από τις παραστάσεις και επαινετικά λόγια για το έργο τού Ιδρύματος. Τα κείμενα αυτά, με τον όγκο τους αποτελούν ο­λόκληρο αρχείο:

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών

    Η Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών (Ε.Η.Μ.) ιδρύθηκε το 1953. Είναι σωματείο πνευματικού, φιλανθρωπικού και κοινωφελούς σκοπού, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Αποβλέπει στην ανέλιξη του Ηπειρωτικού χώρου και στην άνοδο της πνευματικής και πολιτιστικής στάθμης, συνεπώς και του βιοτικού επιπέδου του Ηπειρωτικού λαού. Με το πέρας του β΄ παγκοσμίου πολέμου και του καταστροφικού εμφυλίου, που ακολούθησε, υπήρξε κοινωνική και ιστορική αναγκαιότητα για πολιτιστική άνθηση της Ηπείρου, αντάξια της παράδοσης που κληρονόμησε. Έτσι αποφασίστηκε από πνευματικούς ανθρώπους της εποχής, με πρωτεργάτη τον Κ. Φρόντζο, η ίδρυση της Ε.Η.Μ. με καταστατικό που βασίστηκε, κατά κύριο λόγο στο περιεχόμενο του καταστατικού της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Το καταστατικό εγκρίθηκε με την αριθ. 231/25.7.1953 απόφαση του Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Με την πάροδο των ετών προέκυψε η ανάγκη τροποποιήσεων αυτού του καταστατικού. Σήμερα λοιπόν η Ε.Η.Μ. λειτουργεί με βάση το τροποποιημένο καταστατικό που καταχωρήθηκε στο Πρωτοδικείο Ιωαννίνων με αρ. 265/2.5.2013.

Λαογραφικό μουσείο Ιωαννίνων "Κώστας Φρόντζος"


ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ "ΚΩΣΤΑΣ ΦΡΟΝΤΖΟΣ".

Η ίδρυση τουΛαογραφικού Μουσείου «Κώστας Φρόντζος» στα Ιωάννινα αποφασίσθηκε κατόπιν πρωτοβουλίας τηςΕταιρείας Ηπειρωτικών μελετών (Ε.Η.Μ) και του Ιδρύματος Μελετών Ιονίου και Αδριατικού Χώρου (Ι.Μ.Ι.Α.Χ) και με αντικειμενικό στόχο τη συγκέντρωση, τη διάσωση και την αξιοποίηση αντικειμένων του Ηπειρωτικού λαϊκού πολιτισμού.


Τα αντικείμενα του μουσείου τα περισσότερα από τα οποία έχουν προσφερθεί από Ηπειρώτες, ενώ τα υπόλοιπα έχουν αγοραστεί- συγκεντρώθηκαν με πρωτοβουλία του εμπνευστή και δημιουργού του Λαογραφικού Μουσείου τον αείμνηστο Κώστα Φρόντζο, ο οποίος διετέλεσε πρόεδρος της Ε.Η.Μ και του Ι.Μ.Ι.Α.Χ από την σύσταση των δύο ιδρυμάτων εώς και το θάνατό του, το 1986. Προς τιμήν λοιπόν της προσφοράς και του έργου του, τα διοικητικά συμβούλια των δύο ιδρυμάτων έδωσαν στο μουσείο την επωνυμία: Λαογραφικό Μουσείο «Κώστας Φρόντζος».

Το Λαογραφικό Μουσείο στεγάζεται σε ιδιόκτητο κτήριο της Ε.Η.Μ στο κέντρο της πόλης των Ιωαννίνων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ακίνητο χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για τη στέγαση του Διδασκαλείου των Ιωαννίνων (1913-1936), της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας του Γυμνασίου Αρρένων και της Τεχνικής Σχολής Εργοδηγών. Το 1976, η Ε.Η.Μ αγόρασε από το Δημόσιο το ακίνητο, το επισκεύασε και τοποθέτησε σε αυτό αντικείμενα λαϊκής τέχνης. Αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες καθώς και ιδιώτες ευεργέτες έχουν ενισχύσει κατά καιρούς την Ε.Η.Μ για τη συγκρότηση του μουσείου.

Η νέα πτέρυγα του Μουσείου περιλαμβάνει γυναικείες και ανδρικές παραδοσιακές στολές από την περιοχή της Ηπείρου (Ιωάννινα, Μέτσοβο, Ζαγόρι, Πωγώνι, Σούλι, Θεσπρωτία κ.λ.π.), καθώς και από τη Βόρειο Ήπειρο. Περιλαμβάνει επίσης έργα ασημουργίας και χρυσοχοΐας.

Στους τρεις ορόφους της παλαιάς οικίας θα στεγαστεί έκθεση υφαντικής, κεντητικής, αγγειοπλαστικής, χαλκοτεχνίας, ξυλογλυπτικής και λιθογλυπτικής, εργαλεία αστικών, γεωργικών και κτηνοτροφικών επαγγελμάτων. Ένας όροφος θα οργανωθεί ως αντιπροσωπευτικός χώρος αστικής οικίας των Ιωαννίνων.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στο ισόγειο της νέας, πλήρως ανακαινισμένης, πτέρυγας του Μουσείου λειτουργεί αίθουσα περιοδικών εκθέσεων, που ως στόχο τους έχουν τη διαρκή ανανέωση και την όσο το δυνατόν πιο ζωντανή παρουσία του Μουσείου στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης μας.

Τα εγκαίνια
Χαρακτηριστικό στοιχείο πολυτέλειας και πλούτου των αστικών ενδυμασιών της Ηπείρου τον 19ον αιώνα, ιδιαίτερα των γυναικείων, είναι το χρυσοκέντημα. Το είδος αυτό της κεντητικής ακολουθούσε δύο τεχνικές: Την τερζήδικη που χρησιμοποιούσε χρυσό στριφτό κορδόνι, το τιρτίρι, και τη συρμακέσικη που κεντιόταν με λεπτότερο ή παχύτερο τέλι. Και στις δύο περιπτώσεις το κέντημα ήταν επίρραπτο, δηλαδή το χρυσό υλικό δε διαπερνούσε την επιφάνεια του υφάσματος, αλλά στερεωνόταν σε αυτήν με κρυφές μεταξωτές βελονιές, τα ράμματα. Την τερζήδικη τεχνική ασκούσαν ειδικοί πλανόδιοι, ως επί το πλείστον, τεχνίτες, οι λεγόμενοι τερζήδες ή καποτάδες που έραβαν και συγχρόνως κεντούσαν τα διάφορα εξαρτήματα της φορεσιάς. Από τα πιο πλούσια χαρακτηριστικά τους έργα ήταν το πιρπιρί, βαρύτιμος γυναικείος επενδυτής των Ιωαννίνων που περνούσε από μητέρα σε κόρη. Χαρακτηριστικός είναι ο ηπειρωτικός λόγος «ένα πιρπιρί τρεις γενιές». Τα συρμακέσικα κεντήματα εκτελούνταν σε μόνιμα εργαστήρια, όπου μπορούσαν να μετέχουν και γυναίκες. Οι αρχές της συρμακέσικης κεντητικής ανάγονται στο Βυζάντιο και σε αυτήν ανήκουν όλα τα λαμπρά εκκλησιαστικά χρυσοκεντήματα της βυζαντινής εποχής. Τα κεντήματα αυτά διακρίνονται για τη λεπτότατη επεξεργασία τους που δίνει στα διακοσμητικά θέματα επίπεδη, σχεδόν ζωγραφική επιφάνεια. Στα κοσμικά ωστόσο έργα της τελευταίας περιόδου της χρυσοκεντητικής (19ος αι.) στην οποία ανήκουν τα συρμακέσικα της Ηπείρου, γίνεται χρήση φουσκωμάτων από νήματα ή χαρτί που προσδίδουν στα θέματα ανάγλυφη όψη. Από το β’ μισό του 19ου αι. εισάγεται στον διάκοσμο της ηπειρωτικής ποδιάς, κυρίως της περιοχής του Μετσόβου και Ζαγοροχωρίων, το κέντημα με πολύχρωμα μετάξια.














Ηπειρώτες λογοτέχνες του 19ου και του 20ου αιώνα

   Β/ Ηπειρώτες λογοτέχνες
    
     Ηπειρώτες λογοτέχνες 19ου και 20ού αιώνα

         Η Ηπειρώτικη λογιοσύνη συμπληρώνει αιώνες παρουσίας και ένας πρόσφορος τρόπος παρουσίασής της θα ήταν μια μορφή περιοδολόγησης που έρχομαι να την προτείνω αμέσως παρακάτω. Η διάκριση των περιόδων βασίζεται σε συνδυασμό ιστορικών και λογοτεχνικών κριτηρίων. Θα μπορούσαμε έτσι να δούμε καταρχήν τέσσερις μεγάλες χρονικές ενότητες.   
Α΄. Ήπειρος της Διασποράς (τέλη 17ου, 18ος, αρχές 19ου αι., μέχρι 1821). Ηπειρώτες λογοτέχνες του Διαφωτισμού (ως η κορύφωση της περιόδου).
Β΄. Ήπειρος του ελλαδικού αστικού κέντρου (1821-1913). Οι εθνοποιητικές τάσεις στη λογοτεχνία των Ηπειρωτών.
Γ΄. Η ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό (1913-1940). Τάσεις ρομαντικής αναπόλησης του παρελθόντος και αίσθησης του κλειστού (κι αποκλεισμένου) τόπου.
Δ΄. Η εθνικοποιημένη Ήπειρος (1940 έως σήμερα): Η ηπειρώτικη τοπικότητα στη σύγχρονη λογοτεχνία.
 
  Α΄
            Η προετοιμασία και η ακμή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού οφείλει πολλά στους  Ηπειρώτες: εκδότες, συγγραφείς,

Γεωργία Λαδογιάννη
μεταφραστές, κριτικούς, δασκάλους, διακινητές και εμπόρους του βιβλίου και χρηματοδότες. Ηπειρώτες ακόμη συναντούμε ανάμεσα στους   συντελεστές θεατρικών παραστάσεων στο Βουκουρέστι.  Η στιβαρή αυτή παρουσία δεν είναι ξαφνική και χωρίς ρίζες∙ έχει παρελθόν και, σε ό,τι μας ενδιαφέρει, συνδέεται με την Αναγέννηση, τον πρώτο μετά την αρχαιότητα μεγάλο σταθμό του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οι Ηπειρώτες εκδότες (Γλυκύς και Σάρρος) εκδίδουν έργα της μεγάλης Κρητικής αναγεννησιακής παράδοσης αλλά και κορυφαία έργα της ιταλικής που είχαν μεγάλη επιρροή (Γλυκύς, Βενετία: 1676 β΄ έκδοση Ερωφίλης και μετάφραση Aminta του Tasso, 1745. Από Σάρρο η α΄ (1696) και η β΄ (1713) έκδοση Θυσίας του Αβραάμ), κάνοντας τους Ηπειρώτες, μέσα από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, να λειτουργούν ως γέφυρα και δεσμός ανάμεσα στον διασκορπισμένο ελληνισμό και να υποκαθιστούν ως ένα βαθμό το αγέννητο ακόμη εθνικό κέντρο. Η μακροβιότητα έπειτα του εκδοτικού μονοπωλίου των Ηπειρωτών στα ευρωπαϊκά κέντρα τους δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθούν τις εξελίξεις και να σταθεροποιούν ολοένα και περισσότερο την παρουσία τους στα μεγάλα κινήματα, όπως σε αυτό του Διαφωτισμού.
            Δεν θα επαναλάβουμε, εδώ, γνωστά ονόματα και γνωστές πρωτοποριακές παρουσίες όπως του Βηλαρά, μόνο μια ξεχωριστή περίπτωση που είναι και η λιγότερο γνωστή στην ιστορία της λογοτεχνίας. Αφορά στον μαθητή του Αθ. Ψαλίδα, τον Κωνσταντίνο Ασώπιο, που, δάσκαλος στο ελληνικό σχολείο της Τεργέστης, συντάσσει ένα εγχειρίδιο (1818) για το γλωσσικό μάθημα κι ανάμεσα σε διασκευές και μεταφράσεις έχει και 3 πρωτότυπα αφηγήματα. Καταθέτει προσωπικές εμπειρίες από το σχολικό περιβάλλον των Ιωαννίνων του Διαφωτισμού. Η αξία τους ως μαρτυρία 
είναι προφανής, το ίδιο και για την ιστορία της λογοτεχνίας και ειδικά της αφήγησης.  
Β΄.
Ο 19ος αι. της μετεπαναστατικής Ελλάδας χαρακτηρίζεται από τάσεις αστικής οργάνωσης (με την χωρική και την κοινωνική έννοια) και συγκρότησης αστικών κέντρων στην Ήπειρο. Από 1881 η Άρτα αναδεικνύεται σε συγκοινωνιακό και εμπορικό κόμβο. Αλλά και τα Ιωάννινα, στον πολιτισμό αποκτούν μια σειρά χαρακτηριστικά αστικής κοινωνίας. Τέτοια χαρακτηριστικά συνιστούν π.χ. τα επαγγελματικά σχολεία (Πολυτεχνείο), η ίδρυση της Ζωσιμαίας (1828), όπου στα 1845 πραγματοποιείται παράσταση έργου του Μολιέρου στα γαλλικά, η ίδρυση του Ωδείου (1887). Συναφής είναι και η εμφάνιση αστικής λαϊκής ποίησης και μορφών διασκέδασης: το γιαννιώτικο στιχοπλάκι, οι Μπαντίδοι, τα Καφέ Σαντάν. Μαρτυρούνται ανάλογες εκδηλώσεις σε αστικά και ημιαστικά κέντρα της περιοχής, όπως είναι οι παραστάσεις λαϊκού θεάτρου με διασκευές έργων του αναγεννησιακού  Κρητικού θεάτρου στην Άρτα, την Αμφιλοχία, το Σούλι, τα Ζαγοροχώρια.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, μετά την επανάσταση, Ηπειρώτες συγγραφείς ξεχωρίζουν στο θέατρο και την ποίηση˙ γίνονται μέλη μιας λογοτεχνίας που θέλει να μάχεται μαζί με το νεαρό εθνικό κέντρο και να συμβάλλει στον εθνοποιητικό του ρόλο. Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας (Συρράκο 1805-Αθήνα 1858) φέρνει στη λογοτεχνική Αθήνα των πρώτων μετεπαναστατικών δεκαετιών το λυρισμό της ιταλικής του μαθητείας αλλά και της σολωμικής και επτανησιακής παράδοσης που έχει πρότυπο το δημοτικό τραγούδι. Προς το τέλος του αιώνα, ο Κώστας Κρυστάλλης (Συρράκο 1868- Άρτα 1894) κληρονομεί την ποιητική θέρμη των ποιημάτων του Ζαλοκώστα και συμμετέχει στην ομάδα των πρωτοπόρων που άνοιγαν τότε το δρόμο της συνάντησης της λογοτεχνίας με τους θησαυρούς της νεοελληνικής γλώσσας και μυθολογίας.  Η συνέχεια θα είναι ο Χρ. Χρηστοβασίλης (Σουλόπουλο 1862-Ιωάννινα 1937), ένας από τους καλύτερους ηθογράφους μας και από τις δυναμικές προσωπικότητες του τοπικού Τύπου.
Στην Αθήνα, επίσης, δραστηριοποιείται ο Ειρηναίος (1825-1905), γιος του Κων. Ασώπιου, εκδότης του Αττικού Ημερολογίου (1888-1890) και του Ημερολογίου των Κυριών, εισηγητής στην Ελλάδα της γαλλικού τύπου κομψής εύθυμης αφήγησης, του ευθυμογραφήματος.
Αλλά και στα αστικά κέντρα της Ηπείρου η λογοτεχνική κίνηση φαίνεται ενδιαφέρουσα. Η έρευνα εδώ έχει μεγάλα κενά αλλά τα λίγα δείγματα μας κάνουν να σκεφτούμε μια γενικότερη ευφορία και λογοτεχνική δραστηριότητα. Η παρουσία του Δ.Ι. Μελίρρυτου που εκδίδει  στα Ιωάννινα το θεατρικό του έργο (Αδικιών συνέπειαι, 1871) είναι μια τέτοια περίπτωση.
    

Γ΄.
Από το θέατρο και από την πιο σοβαρή σκηνή της Αθήνας, τη Νέα Σκηνή του Κων. Χρηστομάνου, ξεκινά ο Μάρκος Αυγέρης, στις αρχές του 20ού αι. (1904), που θα αναδειχθεί σε μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της ποίησης και της κριτικής.
 Στο μεταξύ όλο και πυκνώνει τις τάξεις της η τοπική διανόηση. Η προσωπικότητα του Χ/Πελλερέν (1881-1930) σφραγίζει τις τρεις πρώτες δεκαετίες του αιώνα και αντιπροσωπεύει τον διανοούμενο του αναδυόμενου αστικού κέντρου της περιφέρειας: Τύπος, θέατρο, πεζό, ποίηση,  χρονογράφημα αποτελούν μέρος της δυναμικής του παρουσίας. Στην πεζογραφία δημιουργεί το πρότυπο της νοσταλγίας και μυθοποίησης του παρελθόντος. Αποδίδω αυτό το στοιχείο στον Γ. Χατζή, γιατί η «νοσταλγία» του Κρυστάλλη που προηγείται είναι διαφορετική. Εκεί, επρόκειτο για τη βίαιη στέρηση του αγαπημένου ορεινού τόπου στο παρόν του εξορισμένου στο άστυ και μηδέποτε αστικοποιημένου ποιητή. 
Η κορυφαία νεορομαντική φωνή της περιόδου του μεσοπολέμου είναι ωστόσο του Γιοσέφ Ελιγιά ((1901-1931), που συνδυάζει το χαρακτηριστικό για την ποίηση του ’20 αίσθημα του πόνου και του αδιεξόδου με την κοινωνική διαμαρτυρία.
Σε κλίμα νεορομαντικό και της νοσταλγίας ακούγεται και η λυρική φωνή της Χρυσάνθης Ζιτσαία (1903-1995), που πρωτοεμφανίζεται στο μεσοπόλεμο αλλά το μεγαλύτερο μέρος του έργου της (ποιητικού και πεζογραφικού) το γράφει μετά τον πόλεμο. Αυτή την εποχή καταγράφεται η δράση της και η συμβολή της στην πνευματική κίνηση της Θεσσαλονίκης.
Γενικότερα, το τοπικό ποιητικό κλίμα το βαραίνει το βίωμα μιας περιθωριοποιημένης περιφέρειας. Είναι ηπροβληματική και αργόσυρτη ενσωμάτωση που συναντά τη γενικότερη μεσοπολεμική θλίψη και ρομαντική νοσταλγία του χθες. 


Δ΄.
Μετά το 1940, Ηπειρώτες συγγραφείς θα βρεθούν στις πρώτες γραμμές της λογοτεχνίας. Καθορίζουν το λογοτεχνικό κανόνα σε μεγάλο βαθμό, γιατί θα ξεχωρίσουν και θα αναγνωριστεί σε πολλούς από αυτούς ότι είναι οι αντιπροσωπευτικοί της νεότερης λογοτεχνίας. 
Ποίηση, αφήγηση, θέατρο, δοκίμιο, κριτική, περιοδικός τύπος είναι τομείς της διακριτής τους παρουσίας. Παράλληλα και η τοπική λογοτεχνική κίνηση συστηματοποιείται και οι λογοτέχνες αισθάνονται αυτοδύναμοι και ισότιμοι απέναντι στα πράγματα του κέντρου.
Ο Ηπειρώτης λογοτέχνης, από την Ήπειρο στην Αθήνα,  σε μια νέου τύπου διασπορά, αφηγείται ιστορίες ενός τόπου σημαδεμένου από την ιστορία.  
Η Ήπειρος γίνεται τόπος-παράδειγμα και παρατηρητήριο του χρόνου, γι’ αυτό και βιώνεται ως μοίρα, ένας τόπος-ειμαρμένη, όπου τα πρόσωπα ζουν σε ένα «τώρα» αδειασμένο από το ευφορικό «χθες» της συλλογικότητας, ζουν σε ένα  «αλλού», κι όταν επιστρέφουν στο τόπο του χθες, αυτός έχει αδειάσει από κατοίκους, υπάρχουν μόνο επισκέπτες στον χαρακωμένο από την απουσία (των «θανάτων» -ξενιτειάς, πολέμου) και χαραγμένο από την ιστορία τόπο. 
Ο τραγικός ου-τόπος αίρεται μόνο μέσω «καθαρκτικών», λυτρωτικών επιστροφών της μνήμης. Το θέμα έχει ευδιάκριτη παρουσία στην πεζογραφία των: Γιάννη Δάλλα, Χρ. Μηλιώνη, Ν. Χουλιαρά, Μ. Γκανά, Ν. Λαζάνη, Σ. Δημητρίου, Β. ΓκουρογιάννηΑλλά  και σε όλους σχεδόν, εφόσον  είναι κοινή η θεματική της ιστορικής εμπειρίας, του νόστου και της αναζήτησης του τόπου και του χρόνου, όπως στους: Φρ. Τζιόβα, Γιάννη Λυμπερόπουλο,  Σταμάτη, Γ. Οικονόμου.   
Η κάθαρση παίρνει κι άλλες μορφές. Είναι και η μετωνυμία του τόπου μέσα από τις πολύμορφες μυθοποιήσεις του: το δημοτικό τραγούδι που μοιρολογεί θανάτους και πικρούς χωρισμούς, καημούς κι αγάπες. Στον Γκανά αυτή η μνήμη γίνεται κίνηση, το ποίημα λικνίζεται μαζί με τις λέξεις (Ακάθιστος Δείπνος), σε πολλούς ρυθμούς, από το νανούρισμα ως το μοιρολόι, όπως στο Λαζάνη όπου ένας νανουριστικός ρυθμός τραγουδάει πεθαμένο και το τραγούδι της Μαριόλας φέρνει τους νεκρούς στη ζωή μας (Καμαλόκα). Ο Πορφύρης αναπλάθει τα «λαβωμένα» παιδικά χρόνια, ενώ σε λαϊκά δίστιχα μοιρολογεί δοξολογώντας τον Λόρκα ο Γ. Δάλλας. Στον Κανάτση ο λαϊκός ρυθμός πλάθει το πρόσωπο της μάνας κι ακόμα ο τόπος εισέρχεται ρωμαλέος, να πρωταγωνιστεί σε φόρμα και φωνή παραδοσιακή στην Άννα Μπουραντζή – Θώδα, σε μια ποίηση ανοιχτή στο τοπίο, όπου διαλέγεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον τόπο.
Καθαρτική είναι και η προσφυγή στο τέμπο του παραμυθά που το κρατάει βαθιά μέσα του ο Ηπειρώτης λογοτέχνης. Τον πρωτοπόρο Δ. Χατζή συνεχίζει ο παραδειγματικός Χαρίσης, ο «Τελευταίος ταμπάκος» του Μηλιώνη και το τέμπο κρατά μέχρι τις πιο ακραίες ανανεώσεις της παραμυθικής αφήγησης: Μ. Γκανά, Ν. Χουλιαρά, Ν. Λαζάνη, Β. Γκουρογιάννη, Γ. Οικονόμου και μέχρι τις νεώτερες γενιές των αφηγητών, τους οποίους αναγνωρίζει πια ως δικούς της όλη η Ελλάδα: την Τ. Αβέρωφ, τον Γ. Αρμένη, τον Βαγγ. Αυδίκο, τον Δ. Βλαχοπάνο, τον Σ. Δημητρίου, τον Γ. Καλπούζο, τον Ν. Κατσαλίδα, τον Βαγγ. Κούτα, τον Τ. Κώτσια, τον Απ. Οικονόμου, τον Θ. Μανόπουλο, τον Μ. Σπέγγο. 
Η αφήγηση θα ‘λεγε κανείς πως γίνεται μέρος της ηπειρώτικης ιδιοσυγκρασίας, ωστόσο  η νεότερη γενιά (από το ’70 κι έπειτα) φαίνεται να προτιμά την ποίηση και να συνεχίζει την παράδοση των παλιότερων και καθιερωμένων στη σύγχρονη ελληνική ποίηση Ηπειρωτών ποιητών, του Δάλλα, του Πορφύρη, του Τζούλη. Οι νεότεροι, γεννημένοι τις δεκαετίες του ’40, του ’50, αλλά και αργότερα, σχηματίζουν μια ικανή ομάδα με διακριτή παρουσία κι ανάμεσά τους αντιπροσωπευτικές φωνές του 20ού αι.: Γκανάς, Κυπαρίσσης, Χουλιαράς, Ζώτος,  αδελφοί Οικονόμου (Γιώργος και Κώστας), Αγγέλης, Μπουρατζή, Νούτσος, Παρθενίου, Μάργαρης, Λάζου, Ζαρκάδης, Κανάτσης, Δερέκα, Κουτσοκώστα, Νιτσιάκος, Π. Μαρνέλη και από τους νεότερους ο Μιλτ. Ντόβας.        
Στη λογοτεχνία των ημερών μας οι Ηπειρώτες, προερχόμενοι από τόπο-σύνορο (γεωγραφικό, ιστορικό, κοινωνικό), ενώνουν τον τόπο με τον κόσμο και την κοινή λογοτεχνική γλώσσα  με τα διακριτικά της τοπικότητας ως μιας νέας συμβολικής γλώσσας, που βιογραφεί μια μοίρα-οδοιπορία, από τα Ακροκεραύνεια (1976) της συλλογικότητας, στα διαμερίσματα και τις ταβέρνες-αστικά υποκατάστατα της μικρής πατρίδας στη Δυτική Συνοικία (1980) για να αντικρίσει τα φαντάσματα της μοναξιάς (Τα φαντάσματα του Γιορκ), αλλά όπου πάντα θα μπορεί να «ακούει» στον «άνεμο» συμπυκνωμένα την ιστορία, τους θρύλους και τους ανθρώπους μιας Η(Α)πείρου χώρας.    
  
Γεωργία Λαδογιάννη
Αθήνα, Ζάππειο 20/1/2008


είναι προφανής, το ίδιο και για την ιστορία της λογοτεχνίας και ειδικά της αφήγησης.  

Ηπειρώτες ευεργέτες βίντεο

Γεώργιος Αβέρωφ

  Γιος του Μιχαήλ Αυγέρου - Αποστολάκα και της Ευδοκίας Φάφαλη, γεννήθηκε στο Μέτσοβο στις 15 Αυγούστου του 1815. Ήταν ο υστερότοκος γιος ανάμεσα στα επτά αδέλφια του - τρία κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Στην αρχή ήταν βοσκόπουλο και παράλληλα μαθητής του Ελληνοσχολείου του Μετσόβου όπου και έλαβε τα στοιχειώδη γράμματα. Όπως τότε οι περισσότεροι νέοι πολυμελών οικογενειών έφευγαν για "να κάνουν την τύχη τους" έτσι και ο Γεώργιος πήρε το δρόμο της ξενιτιάς. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Αναστάσιος δούλευε ήδη σε εμπορική επιχείρηση του θείου του Ν. Στουρνάρα στο Κάιρο στην Αίγυπτο. Έτσι το 1837, σε ηλικία μόλις 19 ετών, έφυγε από το Μέτσοβο όπου γεννήθηκε και εγκαταστάθηκε αρχικά κοντά στον αδελφό του. Διευθύνει το κατάστημα υφασμάτων και εμπορεύεται το βαμβάκι. Μετά το θάνατο του αδελφού του συνεχίζει τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του. Αργότερα, το 1866 εγκαθίσταται στην Αλεξάνδρεια όπου και ασχολήθηκε με δική του πλέον εμπορική επιχείρηση εισαγωγών - εξαγωγών. Στο εμπόριο αυτό κατάφερε να εξάγει στη Ρωσία τεράστιες ποσότητες, για την εποχή εκείνη χουρμάδων, και ακολουθώντας το τότε εμπόριο ανταλλαγής ειδών ζήτησε και εισήγαγε μεγάλη ποσότητα χρυσονημάτων (μπρισίμ). Αυτή ήταν η πρώτη του εμπορική πράξη που του επέφερε τεράστια κέρδη και τον καθιέρωσε γενικότερα. Έτυχε τότε να παντρεύεται ένας Αιγύπτιος Πασάς και σύμφωνα με τα έθιμα οι παριστάμενοι στο γάμο έπρεπε να φορούν χρυσοκέντητες στολές. Έτσι τα εισαγόμενα αυτά "χρυσονήματα του Αβέρωφ" όπως ονομάστηκαν κυριολεκτικά έγιναν ανάρπαστα σε πολλαπλάσια τιμή, τόσο από τη Βασιλική Αυλή όσο και από τους αξιωματούχους της Χώρας. Μ΄ εκείνο το κεφάλαιο που απέκτησε ο Αβέρωφ ξεκίνησε με συνεχή άλματα να δημιουργεί στη σειρά ευρύτατες επιχειρήσεις με εκπληκτικές επιτυχίες. Έτσι για αρκετά χρόνια θα ασκεί το αποκλειστικό εμπόριο υφασμάτων στο Σουδάν. Αγοράζει μεγάλο μέρος του βαμβακιού της Αιγύπτου καταφέρνοντας να το μεταποιήσει την κατάλληλη στιγμή όταν η ζήτηση στην Αγγλία ήταν αυξημένη, σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές, αφού το αμερικάνικο βαμβάκι δεν μπόρεσε να φθάσει στις ευρωπαϊκές αγορές.[1] Όταν η χολέρα εξαπλώθηκε στην Αίγυπτο ο Αβέρωφ δεν δέχθηκε να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια κι έτσι πολλαπλασίασε τον κύκλο εργασιών του. Το 1870 αναγνωρίσθηκε ως ο μεγαλύτερος έμπορος της Αιγύπτου. Από τότε άρχισε και το μεγάλο έργο της προσφοράς του.
Τον Ιούλιο του 1882 θα φύγει για τη Βιέννη-και μετά από έντονη πίεση της τότε Ελληνικής κυβέρνησης- επειδή ο αγγλικός στόλος βομβάρδισε την Αλεξάνδρεια με σκοπό να καταστείλει την εξέγερση του Αραμπί Πασά. Απέκτησε τεράστια περιουσία και βοήθησε την ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας ιδρύοντας σχολεία και νοσοκομεία. Επειδή όμως η περιουσία του συνέχιζε να αυξάνεται με γεωμετρικό ρυθμό, προέβη σε πολλές φιλανθρωπικές και κοινωφελείς πράξεις και στην Ελλάδα. Θα αναδειχθεί πρόεδρος της Ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας αφού έθεσε ως όρο την αποπληρωμή των χρεών της κοινότητας τα οποία ανέρχονταν στο ύψος των 20000 αγγλικών λιρών, και που ο ίδιος κάλυψε κατά το ήμισυ.[2]
Μεταξύ άλλων, χορήγησε λεφτά για την επέκταση του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, την αναμόρφωση του Παναθηναϊκού σταδίου και τον ανδριάντα του Ρήγα και τουΠατριάρχη Γρηγορίου του Ε' στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στον Αβέρωφ επίσης οφείλονται η ανέγερση των φυλακών Αβέρωφ (κατεδαφίστηκαν το 1971), η σχολή Ευελπίδων, ηΓεωργική σχολή της Λάρισας, το Ωδείο των Αθηνών, της Ελληνικής Φιλαρμονικής της Αλεξάνδρειας κ.α. Το μεγαλύτερο ευεργέτημα του πάντως θεωρείται η δωρεά 2.500.000 χρυσών φράγκων στο Πολεμικό Ναυτικό, χρήματα με τα οποία ναυπηγήθηκε το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ».
Προς το τέλος της ζωής του διετέλεσε και πρόεδρος της Ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας (1895-1896). Επί των ημερών του η κοινότητα γνώρισε μεγάλη ακμή, η οποία όμως οφειλόταν κατά κύριο λόγο στις μεγάλες δωρεές που έκανε ο ίδιος ο Αβέρωφ.
Ο Γεώργιος Αβέρωφ πέθανε στην Αλεξάνδρεια στις 15 Ιουλίου του 1899 και κηδεύτηκε σε πάνδημο πένθος του Ελληνισμού. Η Ελληνική Κυβέρνηση (του Γ. Θεοτόκη) στις 22 Απριλίου του 1908 έστειλε το εύδρομο "ΜΙΑΟΥΛΗΣ" και μετέφερε τη σορό του στην Ελλάδα όπου με ιδιαίτερες τελετές αναπαύθηκε στο χώμα της πατρίδας του που τόσα πολλά είχε προσφέρει.Η Ελληνική Πολιτεία, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις πλούσιες προς το έθνος δωρεές και υπηρεσίες, τον ανακήρυξε Μέγα Εθνικό Ευεργέτη και ανήγειρε μαρμάρινο ανδριάντα προ των προπυλαίων του Παναθηναϊκού  Σταδίου.

Διαθήκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Το Μαυσωλείο του Γ. Αβέρωφ (Αθήνα)
Η Διαθήκη του Μεγάλου Ευεργέτη, Γεωργίου Αβέρωφ συντάχθηκε ιδιόχειρα από τον ίδιον στις 18/30 Μαρτίου 1898 (στην οικία του που βρίσκονταν στο ακίνητο των Αδελφών Βολανάκη) και επικυρώθηκε από το "εν Αλεξανδρεία" Ελληνικό Προξενικό Δικαστήριο κατά τη συνεδρίασή του στις 16/28 Ιουλίου του 1899, την επομένη του θανάτου του. Ακολούθησε τηλεγράφημα του Έλληνα γενικού Πρόξενου Ι. Γρυπάρη προς ενημέρωση του Βασιλέα των Ελλήνων και αργότερα στις 9 Αυγούστου 1899, στάλθηκε ακριβές αντίγραφο της διαθήκης, που βεβαίωνε ο ίδιος ο πρόξενος και που παραδόθηκε στην Ελληνική Κυβέρνηση. Η Διαθήκη τυπώθηκε και δημοσιεύτηκε στον ελληνόγλωσσο αλεξανδρινό τύπο "Ταχυδρόμου" του Γ. Τηνίου (σε σχήμα 8, σελίδες 17).

Ζώης Καπλάνης

   Ο Ζώης Καπλάνης (1736-1806) ήταν Έλληνας εθνικός ευεργέτης από την Ήπειρο.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο χωριό Γραμμένο των Ιωαννίνων το 1736. Ο πατέρας του λεγόταν Κωνσταντίνος, από το Γραμμένο. Η μητέρα του ήταν από το χωριό Τζιουντίλα. Από μικρός έχασε την μητέρα του και όπως λέγεται υπόφερε τόσο, που οι συγχωριανοί του τον έλεγαν «Πικροζώη». Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε, και μετά από λίγα χρόνια απεβίωσε αφήνοντας τον Ζώη εντελώς ορφανό. Χωρίς αδέρφια, και με καμία περιουσία ο Ζώης σε μικρή ηλικία, ανέλαβε την υποχρέωση να θρέφει την μητριά του. Νοίκιαζε γαϊδουράκι και πήγαινε στο κοντινό δάσος, το λεγόμενο «Μεγαλόγγο» για να κόβει ξύλα, τα οποία μετέφερε στα Γιάννενα και τα πουλούσε. Μια μέρα η μητριά του τον έδιωξε βάναυσα από το σπίτι, και έτσι ο Ζώης εγκατέλειψε το Γραμμένο και πήγε στα Γιάννενα για να βρει καλύτερη μοίρα. Εκεί τέθηκε υπό την προστασία του πλούσιου Κονιτσιώτη γουνεμπόρου και επίσης ευεργέτη Παναγιώτη Χατζηνίκου. Με την πάροδο των ετών ο Χατζηνίκου αντιλαμβανόμενος την αξία και την φιλομάθεια του Καπλάνη, ο οποίος στο μεταξύ είχε μάθει μόνος του γραφή και ανάγνωση, τον απάλλαξε από τις χειρωνακτικές εργασίες και τον προσέλαβε ως υπάλληλο του ενώ μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα τον έχρισε γραμματικό του και στη συνέχεια συνέταιρό του.
Υπό την νέα του ιδιότητα, ο Καπλάνης συνέβαλε στην ανάπτυξη της επιχείρησης που είχε ως έδρα το Βουκουρέστι(τόπος διαμονής του Χατζηνίκου) ενώ από το 1771 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Μόσχα. Εκεί κατάφερε να αποκτήσει βαθμιαία μεγάλη περιουσία ζώντας ταυτόχρονα μια λιτή και θεοσεβή ζωή.
Πολλά από τα πλούτη του, ο Καπλάνης τα διέθετε για εθνοφελής σκοπούς:ίδρυσε το 1797 την Καπλάνειο Σχολή σταΙωάννινα την οποία προίκησε με αξιόλογη βιβλιοθήκη, εργαλεία Φυσικής κλπ ενώ μέσω της διαθήκης του δώρισε σημαντικά χρηματικά ποσά στις σχολές της Πάτμου και του Αγίου Όρους καθώς και κληροδότημα για το νοσοκομείο των Ιωαννίνων και για άλλους φιλανθρωπικούς σκοπούς αλλά και στο Βασιλικό Ορφανοτροφείο της Μόσχας με τον όρο να στέλνονται οι τόκοι στους επιτρόπους των εκκλησιών των Ιωαννίνων με σκοπό την ενίσχυση των φτωχών κατοίκων του Γραμμένου και της Ζοντίλας (τόπος καταγωγής της μητέρας του).

Απεβίωσε στις 20 Δεκεμβρίου του 1806 σε ηλικία 70 ετών στη Μόσχα.


Γεώργιος Σταύρου

  Γιος του Ιωάννη Σταύρου, προεστού της πόλης των Ιωαννίνων, ο Γεώργιος Σταύρου γεννήθηκε στην ομώνυμη πόλη το 1787, όπου και σπούδασε στα πρώτα χρόνια της μαθητικής ζωής του.
Δάσκαλοί του οι περίφημοι λόγιοι της εποχής του Μπαλαναίοι και Ψαλίδας.
Ακολούθως έφυγε για την Βιέννη, όπου συνέχισε τις σπουδές του στην Περίφημη τότε Εμπορική Σχολή της Βιέννης.
Το 1811 αναλαμβάνει την διεύθυνση του Εμπορικού γραφείου, που διατηρούσε ο πατέρας του και ανέρχεται γρήγορα σε ιδιαίτερη οικονομική μορφή του Ελληνισμού στο Εξωτερικό.
Η εταιρεία του αποτυπώνει στο καθολικό λογιστικό της βιβλίο, το εμπόριο των  συναλλαγματικών σε συνάρτηση με το εμπόριο βαμβακιού στο βαλκανικό χώρο, με συνακόλουθη ενέργεια την αντίστροφη ροή των συναλλαγματικών και των νομισμάτων. Επιτυγχάνει έτσι τον υπολογισμό της αξίας των συναλλαγμάτων στην τιμή του βαμβακιού στις ευρωπαϊκές χώρες. 
Υπήρξε μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ενώ σε ηλικία μόλις 27 ετών γίνεται μέλος της «Φιλόμουσου Εταιρείας» Βιέννης.
Επιστρέφει στην επαναστατημένη Ελλάδα το 1824 και εργάζεται ως γραμματέας του Γ. Κουντουριώτη.
  Κατόπιν, μετά την έλευση στην Ελλάδα του πρώτου Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, γίνεται μέλος πολλών επιτροπών με εξέχουσες αυτές του Ελεγκτή του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Οικονομίας καθώς και της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας.
Το 1841 ιδρύει την Εθνική Τράπεζα, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για την οικονομική υπόσταση του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους.
Τελεί ο πρώτος της διευθυντής, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην στήριξη και ομαλή λειτουργία του πρώτου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος του Κράτους.
Ταυτόχρονα μεριμνά για την ανέγερση οικοτροφείου Αρρένων στα Ιωάννινα και ενισχύει με σημαντικά ποσά μοναστήρια, εκκλησίες και βοηθά τους φτωχούς και τους ηλικιωμένους, χρηματοδοτώντας Νοσοκομεία και γηροκομεία.  

 
Πέθανε το 1869.

Ευεργετήματα των Ζωσιμάδων

Ζωσιμαία Σχολή


Αδελφοί Ζωσιμάδες

  Οι Ζωσιμάδες (ή αδελφοί Ζωσιμά) υπήρξαν έμποροι και εθνικοί ευεργέτες που κατάγονται από το χωριό Γραμμένο Ιωαννίνων.
    Ήταν τα εξής έξι αδέλφια:
Ήταν παιδιά του Παναγή Ζωσιμά, εμπόρου που εργαζόταν στα Ιωάννινα.

Εμπορική δραστηριότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Νικόλαος, ο Θεοδόσιος και ο Μιχάλης το 1785 ξεκινούν την εμπορική τους σταδιοδρομία στο Λιβόρνο της Ιταλίας, ενώ ο Ιωάννης, ο Αναστάσιος, ο Ζώης στη Νίζνα της σημερινής Ουκρανίας και αργότερα στη Μόσχα. Η Νίζνα εκείνη την εποχή ήταν μεγάλο εμπορικό κέντρο ευρωπαϊκών και ασιατικών προϊόντων.
Τα πρώτα χρόνια της εμπορικής τους δραστηριότητας ήταν αρκετά επίπονα, αλλά γρήγορα κατάφεραν να ορθοποδήσουν.

Ευεργεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τον θάνατο του Θεοδόση, ο οποίος τους άφησε διαθήκη να ενισχύσουν τις σχολές των Ιωαννίνων, διέθεσαν αστρονομικά ποσά για την σύσταση και την λειτουργία σχολείων και δημόσιων βιβλιοθηκών. Το 1799 χρηματοδότησαν την έκδοση πολλών βιβλίων. Μεγάλο ποσό διοχετεύτηκε για την «Ελληνική Βιβλιοθήκη» του Αδαμάντιου Κοραή. Στα Ιωάννινα συνέβαλλαν με τα υπέρογκα ποσά που διέθεσαν στην ανέγερση πτωχοκομείου, ορφανοτροφείου, και σχολείου στην ιδιαίτερη πατρίδα τους.
Το 1820 με το θάνατο του Ζώη χορηγήθηκε χρηματικό ποσό για την ανέγερση της Ζωσιμαίας σχολής, σχολείο που αποτέλεσε το κέντρο της εκπαιδευτικής δραστηριότητας στην ευρύτερη περιοχή. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης μυούνται στην Φιλική Εταιρεία και στηρίζουν οικονομικά τον αγώνα, τόσο στην Μολδοβλαχία όσο και στον ελληνικό χώρο.
Στα ευεργετήματά τους περιλαμβάνονται και η ίδρυση Νομισματικού Μουσείου στην Αθήνα, με δωρεά της προσωπικής τους συλλογής σε αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά νομίσματα και η ανέγερση ορφανοτροφείου στην Πάτμο.