Ήπειρος: Η αυτοκρατορία της πέτρας και του πνεύματος

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Ηπειρώτες λογοτέχνες του 19ου και του 20ου αιώνα

   Β/ Ηπειρώτες λογοτέχνες
    
     Ηπειρώτες λογοτέχνες 19ου και 20ού αιώνα

         Η Ηπειρώτικη λογιοσύνη συμπληρώνει αιώνες παρουσίας και ένας πρόσφορος τρόπος παρουσίασής της θα ήταν μια μορφή περιοδολόγησης που έρχομαι να την προτείνω αμέσως παρακάτω. Η διάκριση των περιόδων βασίζεται σε συνδυασμό ιστορικών και λογοτεχνικών κριτηρίων. Θα μπορούσαμε έτσι να δούμε καταρχήν τέσσερις μεγάλες χρονικές ενότητες.   
Α΄. Ήπειρος της Διασποράς (τέλη 17ου, 18ος, αρχές 19ου αι., μέχρι 1821). Ηπειρώτες λογοτέχνες του Διαφωτισμού (ως η κορύφωση της περιόδου).
Β΄. Ήπειρος του ελλαδικού αστικού κέντρου (1821-1913). Οι εθνοποιητικές τάσεις στη λογοτεχνία των Ηπειρωτών.
Γ΄. Η ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό (1913-1940). Τάσεις ρομαντικής αναπόλησης του παρελθόντος και αίσθησης του κλειστού (κι αποκλεισμένου) τόπου.
Δ΄. Η εθνικοποιημένη Ήπειρος (1940 έως σήμερα): Η ηπειρώτικη τοπικότητα στη σύγχρονη λογοτεχνία.
 
  Α΄
            Η προετοιμασία και η ακμή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού οφείλει πολλά στους  Ηπειρώτες: εκδότες, συγγραφείς,

Γεωργία Λαδογιάννη
μεταφραστές, κριτικούς, δασκάλους, διακινητές και εμπόρους του βιβλίου και χρηματοδότες. Ηπειρώτες ακόμη συναντούμε ανάμεσα στους   συντελεστές θεατρικών παραστάσεων στο Βουκουρέστι.  Η στιβαρή αυτή παρουσία δεν είναι ξαφνική και χωρίς ρίζες∙ έχει παρελθόν και, σε ό,τι μας ενδιαφέρει, συνδέεται με την Αναγέννηση, τον πρώτο μετά την αρχαιότητα μεγάλο σταθμό του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οι Ηπειρώτες εκδότες (Γλυκύς και Σάρρος) εκδίδουν έργα της μεγάλης Κρητικής αναγεννησιακής παράδοσης αλλά και κορυφαία έργα της ιταλικής που είχαν μεγάλη επιρροή (Γλυκύς, Βενετία: 1676 β΄ έκδοση Ερωφίλης και μετάφραση Aminta του Tasso, 1745. Από Σάρρο η α΄ (1696) και η β΄ (1713) έκδοση Θυσίας του Αβραάμ), κάνοντας τους Ηπειρώτες, μέσα από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, να λειτουργούν ως γέφυρα και δεσμός ανάμεσα στον διασκορπισμένο ελληνισμό και να υποκαθιστούν ως ένα βαθμό το αγέννητο ακόμη εθνικό κέντρο. Η μακροβιότητα έπειτα του εκδοτικού μονοπωλίου των Ηπειρωτών στα ευρωπαϊκά κέντρα τους δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθούν τις εξελίξεις και να σταθεροποιούν ολοένα και περισσότερο την παρουσία τους στα μεγάλα κινήματα, όπως σε αυτό του Διαφωτισμού.
            Δεν θα επαναλάβουμε, εδώ, γνωστά ονόματα και γνωστές πρωτοποριακές παρουσίες όπως του Βηλαρά, μόνο μια ξεχωριστή περίπτωση που είναι και η λιγότερο γνωστή στην ιστορία της λογοτεχνίας. Αφορά στον μαθητή του Αθ. Ψαλίδα, τον Κωνσταντίνο Ασώπιο, που, δάσκαλος στο ελληνικό σχολείο της Τεργέστης, συντάσσει ένα εγχειρίδιο (1818) για το γλωσσικό μάθημα κι ανάμεσα σε διασκευές και μεταφράσεις έχει και 3 πρωτότυπα αφηγήματα. Καταθέτει προσωπικές εμπειρίες από το σχολικό περιβάλλον των Ιωαννίνων του Διαφωτισμού. Η αξία τους ως μαρτυρία 
είναι προφανής, το ίδιο και για την ιστορία της λογοτεχνίας και ειδικά της αφήγησης.  
Β΄.
Ο 19ος αι. της μετεπαναστατικής Ελλάδας χαρακτηρίζεται από τάσεις αστικής οργάνωσης (με την χωρική και την κοινωνική έννοια) και συγκρότησης αστικών κέντρων στην Ήπειρο. Από 1881 η Άρτα αναδεικνύεται σε συγκοινωνιακό και εμπορικό κόμβο. Αλλά και τα Ιωάννινα, στον πολιτισμό αποκτούν μια σειρά χαρακτηριστικά αστικής κοινωνίας. Τέτοια χαρακτηριστικά συνιστούν π.χ. τα επαγγελματικά σχολεία (Πολυτεχνείο), η ίδρυση της Ζωσιμαίας (1828), όπου στα 1845 πραγματοποιείται παράσταση έργου του Μολιέρου στα γαλλικά, η ίδρυση του Ωδείου (1887). Συναφής είναι και η εμφάνιση αστικής λαϊκής ποίησης και μορφών διασκέδασης: το γιαννιώτικο στιχοπλάκι, οι Μπαντίδοι, τα Καφέ Σαντάν. Μαρτυρούνται ανάλογες εκδηλώσεις σε αστικά και ημιαστικά κέντρα της περιοχής, όπως είναι οι παραστάσεις λαϊκού θεάτρου με διασκευές έργων του αναγεννησιακού  Κρητικού θεάτρου στην Άρτα, την Αμφιλοχία, το Σούλι, τα Ζαγοροχώρια.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, μετά την επανάσταση, Ηπειρώτες συγγραφείς ξεχωρίζουν στο θέατρο και την ποίηση˙ γίνονται μέλη μιας λογοτεχνίας που θέλει να μάχεται μαζί με το νεαρό εθνικό κέντρο και να συμβάλλει στον εθνοποιητικό του ρόλο. Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας (Συρράκο 1805-Αθήνα 1858) φέρνει στη λογοτεχνική Αθήνα των πρώτων μετεπαναστατικών δεκαετιών το λυρισμό της ιταλικής του μαθητείας αλλά και της σολωμικής και επτανησιακής παράδοσης που έχει πρότυπο το δημοτικό τραγούδι. Προς το τέλος του αιώνα, ο Κώστας Κρυστάλλης (Συρράκο 1868- Άρτα 1894) κληρονομεί την ποιητική θέρμη των ποιημάτων του Ζαλοκώστα και συμμετέχει στην ομάδα των πρωτοπόρων που άνοιγαν τότε το δρόμο της συνάντησης της λογοτεχνίας με τους θησαυρούς της νεοελληνικής γλώσσας και μυθολογίας.  Η συνέχεια θα είναι ο Χρ. Χρηστοβασίλης (Σουλόπουλο 1862-Ιωάννινα 1937), ένας από τους καλύτερους ηθογράφους μας και από τις δυναμικές προσωπικότητες του τοπικού Τύπου.
Στην Αθήνα, επίσης, δραστηριοποιείται ο Ειρηναίος (1825-1905), γιος του Κων. Ασώπιου, εκδότης του Αττικού Ημερολογίου (1888-1890) και του Ημερολογίου των Κυριών, εισηγητής στην Ελλάδα της γαλλικού τύπου κομψής εύθυμης αφήγησης, του ευθυμογραφήματος.
Αλλά και στα αστικά κέντρα της Ηπείρου η λογοτεχνική κίνηση φαίνεται ενδιαφέρουσα. Η έρευνα εδώ έχει μεγάλα κενά αλλά τα λίγα δείγματα μας κάνουν να σκεφτούμε μια γενικότερη ευφορία και λογοτεχνική δραστηριότητα. Η παρουσία του Δ.Ι. Μελίρρυτου που εκδίδει  στα Ιωάννινα το θεατρικό του έργο (Αδικιών συνέπειαι, 1871) είναι μια τέτοια περίπτωση.
    

Γ΄.
Από το θέατρο και από την πιο σοβαρή σκηνή της Αθήνας, τη Νέα Σκηνή του Κων. Χρηστομάνου, ξεκινά ο Μάρκος Αυγέρης, στις αρχές του 20ού αι. (1904), που θα αναδειχθεί σε μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της ποίησης και της κριτικής.
 Στο μεταξύ όλο και πυκνώνει τις τάξεις της η τοπική διανόηση. Η προσωπικότητα του Χ/Πελλερέν (1881-1930) σφραγίζει τις τρεις πρώτες δεκαετίες του αιώνα και αντιπροσωπεύει τον διανοούμενο του αναδυόμενου αστικού κέντρου της περιφέρειας: Τύπος, θέατρο, πεζό, ποίηση,  χρονογράφημα αποτελούν μέρος της δυναμικής του παρουσίας. Στην πεζογραφία δημιουργεί το πρότυπο της νοσταλγίας και μυθοποίησης του παρελθόντος. Αποδίδω αυτό το στοιχείο στον Γ. Χατζή, γιατί η «νοσταλγία» του Κρυστάλλη που προηγείται είναι διαφορετική. Εκεί, επρόκειτο για τη βίαιη στέρηση του αγαπημένου ορεινού τόπου στο παρόν του εξορισμένου στο άστυ και μηδέποτε αστικοποιημένου ποιητή. 
Η κορυφαία νεορομαντική φωνή της περιόδου του μεσοπολέμου είναι ωστόσο του Γιοσέφ Ελιγιά ((1901-1931), που συνδυάζει το χαρακτηριστικό για την ποίηση του ’20 αίσθημα του πόνου και του αδιεξόδου με την κοινωνική διαμαρτυρία.
Σε κλίμα νεορομαντικό και της νοσταλγίας ακούγεται και η λυρική φωνή της Χρυσάνθης Ζιτσαία (1903-1995), που πρωτοεμφανίζεται στο μεσοπόλεμο αλλά το μεγαλύτερο μέρος του έργου της (ποιητικού και πεζογραφικού) το γράφει μετά τον πόλεμο. Αυτή την εποχή καταγράφεται η δράση της και η συμβολή της στην πνευματική κίνηση της Θεσσαλονίκης.
Γενικότερα, το τοπικό ποιητικό κλίμα το βαραίνει το βίωμα μιας περιθωριοποιημένης περιφέρειας. Είναι ηπροβληματική και αργόσυρτη ενσωμάτωση που συναντά τη γενικότερη μεσοπολεμική θλίψη και ρομαντική νοσταλγία του χθες. 


Δ΄.
Μετά το 1940, Ηπειρώτες συγγραφείς θα βρεθούν στις πρώτες γραμμές της λογοτεχνίας. Καθορίζουν το λογοτεχνικό κανόνα σε μεγάλο βαθμό, γιατί θα ξεχωρίσουν και θα αναγνωριστεί σε πολλούς από αυτούς ότι είναι οι αντιπροσωπευτικοί της νεότερης λογοτεχνίας. 
Ποίηση, αφήγηση, θέατρο, δοκίμιο, κριτική, περιοδικός τύπος είναι τομείς της διακριτής τους παρουσίας. Παράλληλα και η τοπική λογοτεχνική κίνηση συστηματοποιείται και οι λογοτέχνες αισθάνονται αυτοδύναμοι και ισότιμοι απέναντι στα πράγματα του κέντρου.
Ο Ηπειρώτης λογοτέχνης, από την Ήπειρο στην Αθήνα,  σε μια νέου τύπου διασπορά, αφηγείται ιστορίες ενός τόπου σημαδεμένου από την ιστορία.  
Η Ήπειρος γίνεται τόπος-παράδειγμα και παρατηρητήριο του χρόνου, γι’ αυτό και βιώνεται ως μοίρα, ένας τόπος-ειμαρμένη, όπου τα πρόσωπα ζουν σε ένα «τώρα» αδειασμένο από το ευφορικό «χθες» της συλλογικότητας, ζουν σε ένα  «αλλού», κι όταν επιστρέφουν στο τόπο του χθες, αυτός έχει αδειάσει από κατοίκους, υπάρχουν μόνο επισκέπτες στον χαρακωμένο από την απουσία (των «θανάτων» -ξενιτειάς, πολέμου) και χαραγμένο από την ιστορία τόπο. 
Ο τραγικός ου-τόπος αίρεται μόνο μέσω «καθαρκτικών», λυτρωτικών επιστροφών της μνήμης. Το θέμα έχει ευδιάκριτη παρουσία στην πεζογραφία των: Γιάννη Δάλλα, Χρ. Μηλιώνη, Ν. Χουλιαρά, Μ. Γκανά, Ν. Λαζάνη, Σ. Δημητρίου, Β. ΓκουρογιάννηΑλλά  και σε όλους σχεδόν, εφόσον  είναι κοινή η θεματική της ιστορικής εμπειρίας, του νόστου και της αναζήτησης του τόπου και του χρόνου, όπως στους: Φρ. Τζιόβα, Γιάννη Λυμπερόπουλο,  Σταμάτη, Γ. Οικονόμου.   
Η κάθαρση παίρνει κι άλλες μορφές. Είναι και η μετωνυμία του τόπου μέσα από τις πολύμορφες μυθοποιήσεις του: το δημοτικό τραγούδι που μοιρολογεί θανάτους και πικρούς χωρισμούς, καημούς κι αγάπες. Στον Γκανά αυτή η μνήμη γίνεται κίνηση, το ποίημα λικνίζεται μαζί με τις λέξεις (Ακάθιστος Δείπνος), σε πολλούς ρυθμούς, από το νανούρισμα ως το μοιρολόι, όπως στο Λαζάνη όπου ένας νανουριστικός ρυθμός τραγουδάει πεθαμένο και το τραγούδι της Μαριόλας φέρνει τους νεκρούς στη ζωή μας (Καμαλόκα). Ο Πορφύρης αναπλάθει τα «λαβωμένα» παιδικά χρόνια, ενώ σε λαϊκά δίστιχα μοιρολογεί δοξολογώντας τον Λόρκα ο Γ. Δάλλας. Στον Κανάτση ο λαϊκός ρυθμός πλάθει το πρόσωπο της μάνας κι ακόμα ο τόπος εισέρχεται ρωμαλέος, να πρωταγωνιστεί σε φόρμα και φωνή παραδοσιακή στην Άννα Μπουραντζή – Θώδα, σε μια ποίηση ανοιχτή στο τοπίο, όπου διαλέγεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον τόπο.
Καθαρτική είναι και η προσφυγή στο τέμπο του παραμυθά που το κρατάει βαθιά μέσα του ο Ηπειρώτης λογοτέχνης. Τον πρωτοπόρο Δ. Χατζή συνεχίζει ο παραδειγματικός Χαρίσης, ο «Τελευταίος ταμπάκος» του Μηλιώνη και το τέμπο κρατά μέχρι τις πιο ακραίες ανανεώσεις της παραμυθικής αφήγησης: Μ. Γκανά, Ν. Χουλιαρά, Ν. Λαζάνη, Β. Γκουρογιάννη, Γ. Οικονόμου και μέχρι τις νεώτερες γενιές των αφηγητών, τους οποίους αναγνωρίζει πια ως δικούς της όλη η Ελλάδα: την Τ. Αβέρωφ, τον Γ. Αρμένη, τον Βαγγ. Αυδίκο, τον Δ. Βλαχοπάνο, τον Σ. Δημητρίου, τον Γ. Καλπούζο, τον Ν. Κατσαλίδα, τον Βαγγ. Κούτα, τον Τ. Κώτσια, τον Απ. Οικονόμου, τον Θ. Μανόπουλο, τον Μ. Σπέγγο. 
Η αφήγηση θα ‘λεγε κανείς πως γίνεται μέρος της ηπειρώτικης ιδιοσυγκρασίας, ωστόσο  η νεότερη γενιά (από το ’70 κι έπειτα) φαίνεται να προτιμά την ποίηση και να συνεχίζει την παράδοση των παλιότερων και καθιερωμένων στη σύγχρονη ελληνική ποίηση Ηπειρωτών ποιητών, του Δάλλα, του Πορφύρη, του Τζούλη. Οι νεότεροι, γεννημένοι τις δεκαετίες του ’40, του ’50, αλλά και αργότερα, σχηματίζουν μια ικανή ομάδα με διακριτή παρουσία κι ανάμεσά τους αντιπροσωπευτικές φωνές του 20ού αι.: Γκανάς, Κυπαρίσσης, Χουλιαράς, Ζώτος,  αδελφοί Οικονόμου (Γιώργος και Κώστας), Αγγέλης, Μπουρατζή, Νούτσος, Παρθενίου, Μάργαρης, Λάζου, Ζαρκάδης, Κανάτσης, Δερέκα, Κουτσοκώστα, Νιτσιάκος, Π. Μαρνέλη και από τους νεότερους ο Μιλτ. Ντόβας.        
Στη λογοτεχνία των ημερών μας οι Ηπειρώτες, προερχόμενοι από τόπο-σύνορο (γεωγραφικό, ιστορικό, κοινωνικό), ενώνουν τον τόπο με τον κόσμο και την κοινή λογοτεχνική γλώσσα  με τα διακριτικά της τοπικότητας ως μιας νέας συμβολικής γλώσσας, που βιογραφεί μια μοίρα-οδοιπορία, από τα Ακροκεραύνεια (1976) της συλλογικότητας, στα διαμερίσματα και τις ταβέρνες-αστικά υποκατάστατα της μικρής πατρίδας στη Δυτική Συνοικία (1980) για να αντικρίσει τα φαντάσματα της μοναξιάς (Τα φαντάσματα του Γιορκ), αλλά όπου πάντα θα μπορεί να «ακούει» στον «άνεμο» συμπυκνωμένα την ιστορία, τους θρύλους και τους ανθρώπους μιας Η(Α)πείρου χώρας.    
  
Γεωργία Λαδογιάννη
Αθήνα, Ζάππειο 20/1/2008


είναι προφανής, το ίδιο και για την ιστορία της λογοτεχνίας και ειδικά της αφήγησης.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: