Ήπειρος: Η αυτοκρατορία της πέτρας και του πνεύματος

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Λάμπρος και Σίμων Μαρούτσης

   

Οικογένεια Μαρούτση

Η οικογένεια των  Γιαννιωτών ευπατρίδων Μαρούτση (ή Μαρούτζη) είναι εκείνη η οποία άνοιξε στις αρχές του 19ου αιώνα, το χορό της ‘‘Εθνικής Ευεργεσίας’’, όχι μόνο στον χώρο της Ηπείρου αλλά και τον ευρύτερο ελλαδικό, με κορυφαία της προσφορά την ίδρυση της περιώνυμης Μαρουτσαίας Σχολής Ιωαννίνων. Η οικογένεια αυτή υπήρξε από τις αρχαιότερες και πλέον επίσημες της Ηπείρου, αφού μέλη της είχαν τιμηθεί ήδη στα 1589 με το Παράσημο του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων, εξέλιπε δε οριστικά το έτος 1846 με το θάνατο και του τελευταίου γόνου της, του μαρκησίου Κωνσταντίνου Πάνου Μαρούτση. Σήμερα το όνομά τους δεν απαντάται στα Γιάννενα.
Ο γενάρχης της οικογένειας και πατέρας των δύο ευεργετών, ο μεγαλέμπορος Πάνος Μαρούτσης, μετακόμισε από την Παραμυθιά, όπου ζούσε, το 1670 στα Γιάννενα, όπου γεννήθηκαν τα δύο αδέρφια, Λάμπρος και Σίμων. Το πατρικό τους σπίτι βρισκόταν στο πρανές των Λιθαριτσίων, εκεί που υπάρχουν οι στρατιωτικοί φούρνοι (Σχολή Χορού του Δήμου Ιωαννιτών) και καταστράφηκε από τον Αλή Πασά για να κτιστεί στη θέση του το ανάκτορο του γιου του Μουχτάρ Πασά. Αυτά έγιναν γύρω στο 1800, όμως τότε κανείς από την οικογένεια των Μαρούτση δεν βρισκόταν στα Γιάννενα, γιατί από δεκάδες χρόνια πριν όλοι είχαν ξενιτευτεί στη Βενετία. Πάντως τα δύο αδέρφια εδώ στην πόλη των Ιωαννίνων, διδάχτηκαν τα πρώτα τους γράμματα, θέτοντας γερές βάσεις για το λαμπρό μέλλον τους.
Στα 1693 ο Λάμπρος στάλθηκε στη Βενετία όπου στην αρχή εργάστηκε ως μαθητευόμενος στο γιαννιώτικο οίκο ΄΄Γλυκύς και Στράτης΄΄. Γρήγορα δημιούργησε πολλές φιλίες και γνωριμίες στην κοινωνία της Γαληνότατης Δημοκρατίας και έτσι επτά χρόνια αργότερα - χωρίς καμία συνεννόηση ή στήριξη, από τον πλούσιο πατέρα του - ιδρύει δικό του εμπορικό κατάστημα με τίτλο το όνομά του. Μετά από επτά χρόνια, το 1707, και αφού πλέον η επιχείρησή του έχει εδραιωθεί, κάλεσε κοντά του από τα Γιάννενα τον αδερφό του Σίμωνα «ως συνεταίρον και βοηθόν» και η εταιρεία λειτουργούσε πλέον με τα ονόματα και των δύο. Χάρις στο εμπορικό τους δαιμόνιο η επιχείρηση ταχύτατα γιγαντώθηκε. Διατηρούν ως δεύτερη έδρα εκείνη των Ιωαννίνων, ενώ επεκτείνουν τη δράση τους στη Γαλλία, Ολλανδία και Αγγλία. Παράλληλα φέρνουν στη Βενετία και τα άλλα δύο αδέρφια τους, Αναστάσιο και Χριστόδουλο. Τα εμπορεύματα που αγόραζαν και πουλούσαν ήταν βαφική ύλη (πρινοκούκι), κερί, μαλλί, καπέλα, μαντίλια από το Χαλέπι, χαλιά από τη Μεσσήνη, βαμπάκι από τη Θεσσαλονίκη, την Κύπρο και τη Σμύρνη, καφές από την Αλεξάνδρεια, ενώ είχαν και το μονοπώλειο του καπνού. Στα χρόνια που ακολούθησαν η οικογένεια Μαρούτση ασχολήθηκε με αγοροπωλησίες ακινήτων στη Βενετία και στη γύρω περιοχή και επιδόθηκε σε τραπεζικής φύσης υποθέσεις, με αποτέλεσμα να γνωρίσει τεράστια οικονομική άνοδο. Μέλη της μαρτυρούνται με ακίνητα στη Βενετία, στη βενετική ενδοχώρα, καθώς επίσης στην Άρτα, το Κομπότι και τα Γιάννενα. Οι Μαρούτσηδες στη Βενετία είχαν ενεργό ανάμιξη στη διοίκηση της ελληνικής κοινότητας, της οποίας το προεδρικό αξίωμα ανέλαβαν πολλές φορές. Είχαν επίσης ισχυρή πολιτική επιρροή.
Στις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα οι δύο άλλοι αδερφοί του Λάμπρου και του Σίμωνα, Αναστάσιος και Χριστόδουλος διετέλεσαν ο πρώτος Πρόξενος της Γαλλίας στην Άρτα και ο δεύτερος Υποπρόξενος της ίδιας χώρας στα Γιάννενα. Έντονη δραστηριότητα ανέπτυξε, λίγα χρόνια αργότερα, στην Πετρούπολη ο Λάμπρος, γιος του Χριστόδουλου, ενώ ο αδερφός του Πάνος διορίστηκε το 1768 επιτετραμμένος της Ρωσίας στην Βενετία και τιμήθηκε με τον τίτλο του μαρκησίου από την αυτοκράτειτα της Αυστρίας Μαρία Θηρεσία και με αυτόν του Ιππότη του Τάγματος της Αγίας Άννας από την αυτοκράτειρα της Ρωσίας Μεγάλη Αικατερίνη. Ο ίδιος ο Πάνος Μαρούτσης πρόσφερε σπουδαίες υπηρεσίες στους αδερφούς Ορλώφ στη διάρκεια της εξέγερσης, της γνωστής με το όνομα ‘‘Ορλωφικά’’. Ακόμη η προαναφερθείσα αυτοκράτειρα της Ρωσίας του είχε αναθέσει να της προμηθεύσει από την Ιταλία πίνακες και αγάλματα ονομαστών ζωγράφων και γλυπτών, θέτοντας στη διάθεσή του ένα μεγάλο χρηματικό ποσό.
Το έτος 1739 πεθαίνει στη Βενετία ο Λάμπρος άγαμος, όπως άλλωστε έμεινε και ο Σίμων. Πριν από πέντε χρόνια είχε συντάξει τη διαθήκη του όπου γράφει: «Επιθυμώντας να εξυψώσω την σπουδή των επιστημών στο Ιεροσπουδαστήριο των Ιωαννίνων που ιδρύθηκε από τον μακαρίτη Μάνο Γκιούμα, αφήνω 5.000 δουκάτα, για να κατατεθούν σε τράπεζα από τον αδερφό μου, προς όφελος της ελληνικής νεότητος. Από τους τόκους του κεφαλαίου θα πληρώνεται ένας διακεκριμένος και εξαιρετικής μόρφωσης δάσκαλος, με υποχρέωση να διδάσκει στα Γιάννενα τις επιστήμες, δηλαδή τη λογική, φυσική, μεταφυσική, θεολογία και μαθηματικά, τόσο στα ελληνικά όσο και στα λατινικά, γιατί θεωρώ αναγκαία την λατινική γλώσσα για την επιτυχία των ομοεθνών μου σπουδαστών, οι οποίοι ζημιώθηκαν πολύ από την μοιραία απώλεια του Ελληνικού Κράτους, με την οποίαν χάθηκαν οι βάσεις των επιστημονικών συγγραμμάτων». Ο Λάμπρος Μαρούτσης αφήνει στη συνέχεια σημαντικά ποσά για τους άπορους ομογενείς της Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας, «οι οποίοι περιφέρονται στην εκκλησία και παρεμποδίζουν τους ευσεβείς να προσέχουν την αγία θυσία της λειτουργίας», παρέχει δωρεά στο Ιεροσπουδαστήριο των Σαλώνων της Ναυπάκτου, το οποίο είχαν ιδρύσει οι Μαρούτσηδες, για μισθοδοσία του δασκάλου και επίσης δωρίζει χιλιάδες δουκάτα στα τρία Νοσοκομεία της Βενετίας.
Τρία χρόνια μετά από το θάνατο του Λάμπρου ο Σίμων Μαρούτσης τροποποιεί τη βούληση του αδερφού του και αντί να χρηματοδοτεί τη Σχολή Γκιούμα, αποφασίζει να ιδρύσει καινούργια σχολή στα Γιάννενα, η οποία και θα φέρει το όνομά τους. Έτσι το 1742 γεννιέται η περίφημη Μαρουτσαία Σχολή των Ιωαννίνων. Αγοράζει νέο διδακτήριο και απορροφά την ήδη λειτουργούσα Επιφάνειο Σχολή. Καλεί τον ευρισκόμενο στη Βενετία κορυφαίο Διδάσκαλο του Γένους, τον φωτισμένο δάσκαλο και κληρικό Ευγένιο Βούλγαρη και του προτείνει να αναλάβει την διεύθυνση της Μαρουτσαίας. Αυτός, που είχε σπουδάσει με δαπάνη της οικογένειας Μαρούτση ανώτερα μαθηματικά στην Πάντοβα, δέχεται με ενθουσιασμό και φεύγει για τα Γιάννενα. Η Σχολή γρήγορα απέκτησε πανελλήνια φήμη. Λειτούργησε ως το 1798 όταν ο Βοναπάρτης κατέλυσε την Ενετική Δημοκρατία και δήμευσε τις τραπεζικές καταθέσεις. Ο Σίμων Μαρούτσης πέθανε στη Βιέννη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: